Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας

См. также в других словарях:

  • πεδώ — άω / πεδῶ, άω ΝΜ, πεδῶ, όω Α [πέδη] (ιδίως για τα πόδια) δεσμεύω, δένω με δεσμά νεοελλ. αρχ. επιβραδύνω ή ανακόπτω εντελώς την κίνηση μιας μηχανής χρησιμοποιώντας πέδη, κρατώ κάτι ακίνητο, σταματώ, φρενάρω αρχ. 1. στερεοποιώ κάτι 2. μτφ. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»